Ο αγαπημένος λαϊκός τραγουδιστής έδινε μάχη το τελευταίο διάστημα με σοβαρά προβλήματα υγείας και νοσηλευόταν σε νοσοκομείο.
Την είδηση του θανάτου του ανακοίνωσε μέσω Twitter ο γιος του Βαγγέλης Μενιδιάτης ο οποίος έγραψε: «Καλό ταξίδι πατέρα»!
Το πραγματικό του επώνυμο είναι Καλογράνης. Μπήκε στη δισκογραφία το 1957 με το «Θα χτίσω μια καλύβα» του Γερ. Κουβάτου.
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης αυτοβιογραφήθηκε και η πένα του Κώστα Μπαλαχούτη καταγράφει τις αλήθειες του άρχοντα του τραγουδιού.
Ο νεαρός Μιχάλης Καλογράνης από το Μενίδι, που βγήκε δειλά-δειλά από το καβούκι του για να κατακτήσει τη νυχτερινή διασκέδαση, έμεινε στην ιστορία του πενταγράμμου και της νύχτας ως ο Μενιδιάτης που τραγουδούσε υπέροχα, ψευδώνυμο που πολύ άρεσε στον Καλδάρα και τον έπεισε να το κρατήσει.
«Το σπίτι μας ήταν κοντά στη λεωφόρο Δημοκρατίας, 800 μέτρα από την κεντρική σήμερα πλατεία του Μενιδίου. Ενα ταπεινό, σπίτι όπως τα υπόλοιπα. Καμιά δεκαριά ήταν τα δίπατα σπίτια που ξεχωρίζανε. Αυτός ήταν ο κόσμος. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στα χωράφια. Κι εμείς από παιδιά, το ίδιο. Βοηθάγαμε στις δουλειές. Ήταν παιδεμένη εποχή. Για να βγάλεις τον επιούσιο σου έβγαινε η ψυχή» γράφει ο Κώστας Μαλαχούτης στην επίσημη αυτοβιογραφία του Μιχάλη.
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης αυτοβιογραφήθηκε και η πένα του Κώστα Μπαλαχούτη καταγράφει τις αλήθειες του άρχοντα του τραγουδιού.
Ο νεαρός Μιχάλης Καλογράνης από το Μενίδι, που βγήκε δειλά-δειλά από το καβούκι του για να κατακτήσει τη νυχτερινή διασκέδαση, έμεινε στην ιστορία του πενταγράμμου και της νύχτας ως ο Μενιδιάτης που τραγουδούσε υπέροχα, ψευδώνυμο που πολύ άρεσε στον Καλδάρα και τον έπεισε να το κρατήσει.
«Το σπίτι μας ήταν κοντά στη λεωφόρο Δημοκρατίας, 800 μέτρα από την κεντρική σήμερα πλατεία του Μενιδίου. Ενα ταπεινό, σπίτι όπως τα υπόλοιπα. Καμιά δεκαριά ήταν τα δίπατα σπίτια που ξεχωρίζανε. Αυτός ήταν ο κόσμος. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στα χωράφια. Κι εμείς από παιδιά, το ίδιο. Βοηθάγαμε στις δουλειές. Ήταν παιδεμένη εποχή. Για να βγάλεις τον επιούσιο σου έβγαινε η ψυχή» γράφει ο Κώστας Μαλαχούτης στην επίσημη αυτοβιογραφία του Μιχάλη.
Ως παιδί, ο Μιχάλης Μενιδιάτης δεν πρόλαβε να παίξει… Ο αγώνας για την
επιβίωση εντεινόταν και ο ποδαρόδρομος για τους αδελφούς Μενιδιάτη ήταν
μέρος της σκληρής καθημερινότητά τους. «Πουλάγαμε χοντρικά τα ξύλα στους
φούρνους για να ψήσουν μπομπότες… Μετά το ’47, που η ζωή κάπως άρχισε
να καλυτερεύει, πουλάγαμε βούτυρα, μέλια, τον ανθοπώλη έκανα, ό,τι
θέλεις. Με τα πόδια από την Πάρνηθα στην Αθήνα και ξανά πίσω - δεν
υπήρχε λεωφορείο ακόμα. Φεύγαμε μία η ώρα τη νύχτα και πηγαίναμε στη
λίμνη του Μαραθώνα για χόρτα. Τα μαζεύαμε, γυρνάγαμε το βράδυ σπίτι, τα
καθαρίζαμε, φορτώναμε τα κοφίνια στον γάιδαρο και το άλλο πρωί τα
πούλαγα στο Κολωνάκι».
Σιγά-σιγά μπήκε το σαράκι μέσα του και μια μέρα κατέβηκε με ένα φίλο του στον Πειραιά και πήγε στου «Ζοζέφ» να πάρει ένα μπουζούκι. Ο πατέρας του ήταν ανένδοτος, όταν του δήλωσε τις προθέσεις του να βγει στο πάλκο, αλλά με το πες-πες πείστηκε τελικά. Την πρώτη φορά που ήταν να πάει στη δουλειά ο Μιχάλης Καλογράνης ντρεπόταν.
«Πώς θα κυκλοφορήσω με το μπουζούκι στον δρόμο; Να με βλέπει ο κόσμος, τι θα πουν; Γιατί το όργανο ακόμα δεν είχε και την καλύτερη φήμη. Χώθηκα μες στα περιβόλια, απ’ την κάτω μεριά, και πήγα κλεφτά-κλεφτά και ανέβηκα στο πάλκο. Πήγε η ώρα έντεκα και έρχεται μια καλή πελάτισσα του μαγαζιού, η κυρία Αγλαΐα.
Όταν με είδε πάνω στο πάλκο, κατάλαβε, ανοίγει την τσάντα της, βγάζει πέντε κατοστάρικα και τα βάζει μέσα στην τρύπα του μπουζουκιού που κρατούσα. Πέντε κατοστάρικα το 1953 ήταν πολλά λεφτά. “Καλή σταδιοδρομία” μου λέει πάλι. “Θα μου πεις ένα τραγούδι;” “Θα σ’ το πω, κυρία Αγλαΐα”. Και ποιο μου ζητάει; “Η κοινωνία μ’ αδικεί”.
Το τραγούδι το ήξερα, αλλά ήταν η πρώτη μου φορά πάνω στο πάλκο, δίπλα σε μεγαθήρια. Λέω μέσα μου, τώρα, Μιχάλη, πέφτεις στη θάλασσα και δεν ξέρεις κολύμπι, για να δούμε πως θα καθαρίσεις. Το είπα το τραγούδι, μ’ άκουσαν και όλοι παραδέχθηκαν ότι το ’πα καλά».
Η φήμη του Μιχάλη Μενιδιάτη γρήγορα ξεπερνάει τα στενά όρια. Είναι περιζήτητος και μαζί με τον αδελφό του Γιώργο αποφασίζουν να ασχοληθούν και επιχειρηματικά με το τραγούδι. Βρήκαν ένα κέντρο, το «Φαντάζιο», που ο Τάκης Σούκας το βάφτισε «Φαντασία» και στο τέλος κατέληξε στην παραλιακή κι έμελε να γράψει ιστορία στη νυχτερινή διασκέδαση.
«Από εκεί ξεκίνησε και το σπάσιμο πιάτων στα μαγαζιά. Ερχόταν ένας καλός πελάτης, ο Γιώργος που μου είχε μεγάλη αγάπη, και έσπαγε κανονικά πιάτα στο κεφάλι του. Πολύ αργότερα βγήκαν τα ψεύτικα, τα “γύψινα” πιάτα. Στη “Φαντασία” δουλεύαμε καθημερινά με μεγάλη επιτυχία.
Στο μαγαζί σύχναζε εκλεκτός κόσμος. Αξέχαστη μου έχει μείνει η βραδιά που μπήκαν στο μαγαζί ο στρατάρχης Τίτο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ολόκληρο το Υπουργικό Συμβούλιο. Ήταν το 1974 και όλοι σχεδόν κοιτούσαν με δέος την ξεχωριστή συντροφιά στο κέντρο. Ο Καραμανλής είχε έρθει μερικές ακόμη φορές. Αγαπημένο του τραγούδι ήταν το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Τακτικός θαμώνας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ζητούσε να ακούσει το “Τρελλοκόριτσο” (Γεννήθηκες για την καταστροφή).
Αλλά και άλλοι πολιτικοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Κώστας Καραμανλής όταν ήταν ακόμη νεαρός, και άλλοι διαλεκτοί. Θυμάμαι τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Αντονι Κουίν, τον Τέλι Σαβάλας που έριχνε και τις στροφές του στην πίστα, τον Μπένι Χιλ που είχε κάνει κράτηση τραπεζιού από το Λονδίνο, της Γκρέις Τζόουνς, τους Λάσκαρη, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Κωνσταντάρα, Κούρκουλο, Βλαχοπούλου, που πάντα έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε δυο-τρία τραγουδάκια απαραιτήτως…» γράφει στο βιβλίο.
Σιγά-σιγά μπήκε το σαράκι μέσα του και μια μέρα κατέβηκε με ένα φίλο του στον Πειραιά και πήγε στου «Ζοζέφ» να πάρει ένα μπουζούκι. Ο πατέρας του ήταν ανένδοτος, όταν του δήλωσε τις προθέσεις του να βγει στο πάλκο, αλλά με το πες-πες πείστηκε τελικά. Την πρώτη φορά που ήταν να πάει στη δουλειά ο Μιχάλης Καλογράνης ντρεπόταν.
«Πώς θα κυκλοφορήσω με το μπουζούκι στον δρόμο; Να με βλέπει ο κόσμος, τι θα πουν; Γιατί το όργανο ακόμα δεν είχε και την καλύτερη φήμη. Χώθηκα μες στα περιβόλια, απ’ την κάτω μεριά, και πήγα κλεφτά-κλεφτά και ανέβηκα στο πάλκο. Πήγε η ώρα έντεκα και έρχεται μια καλή πελάτισσα του μαγαζιού, η κυρία Αγλαΐα.
Όταν με είδε πάνω στο πάλκο, κατάλαβε, ανοίγει την τσάντα της, βγάζει πέντε κατοστάρικα και τα βάζει μέσα στην τρύπα του μπουζουκιού που κρατούσα. Πέντε κατοστάρικα το 1953 ήταν πολλά λεφτά. “Καλή σταδιοδρομία” μου λέει πάλι. “Θα μου πεις ένα τραγούδι;” “Θα σ’ το πω, κυρία Αγλαΐα”. Και ποιο μου ζητάει; “Η κοινωνία μ’ αδικεί”.
Το τραγούδι το ήξερα, αλλά ήταν η πρώτη μου φορά πάνω στο πάλκο, δίπλα σε μεγαθήρια. Λέω μέσα μου, τώρα, Μιχάλη, πέφτεις στη θάλασσα και δεν ξέρεις κολύμπι, για να δούμε πως θα καθαρίσεις. Το είπα το τραγούδι, μ’ άκουσαν και όλοι παραδέχθηκαν ότι το ’πα καλά».
Η φήμη του Μιχάλη Μενιδιάτη γρήγορα ξεπερνάει τα στενά όρια. Είναι περιζήτητος και μαζί με τον αδελφό του Γιώργο αποφασίζουν να ασχοληθούν και επιχειρηματικά με το τραγούδι. Βρήκαν ένα κέντρο, το «Φαντάζιο», που ο Τάκης Σούκας το βάφτισε «Φαντασία» και στο τέλος κατέληξε στην παραλιακή κι έμελε να γράψει ιστορία στη νυχτερινή διασκέδαση.
«Από εκεί ξεκίνησε και το σπάσιμο πιάτων στα μαγαζιά. Ερχόταν ένας καλός πελάτης, ο Γιώργος που μου είχε μεγάλη αγάπη, και έσπαγε κανονικά πιάτα στο κεφάλι του. Πολύ αργότερα βγήκαν τα ψεύτικα, τα “γύψινα” πιάτα. Στη “Φαντασία” δουλεύαμε καθημερινά με μεγάλη επιτυχία.
Στο μαγαζί σύχναζε εκλεκτός κόσμος. Αξέχαστη μου έχει μείνει η βραδιά που μπήκαν στο μαγαζί ο στρατάρχης Τίτο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ολόκληρο το Υπουργικό Συμβούλιο. Ήταν το 1974 και όλοι σχεδόν κοιτούσαν με δέος την ξεχωριστή συντροφιά στο κέντρο. Ο Καραμανλής είχε έρθει μερικές ακόμη φορές. Αγαπημένο του τραγούδι ήταν το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Τακτικός θαμώνας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ζητούσε να ακούσει το “Τρελλοκόριτσο” (Γεννήθηκες για την καταστροφή).
Αλλά και άλλοι πολιτικοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Κώστας Καραμανλής όταν ήταν ακόμη νεαρός, και άλλοι διαλεκτοί. Θυμάμαι τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Αντονι Κουίν, τον Τέλι Σαβάλας που έριχνε και τις στροφές του στην πίστα, τον Μπένι Χιλ που είχε κάνει κράτηση τραπεζιού από το Λονδίνο, της Γκρέις Τζόουνς, τους Λάσκαρη, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Κωνσταντάρα, Κούρκουλο, Βλαχοπούλου, που πάντα έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε δυο-τρία τραγουδάκια απαραιτήτως…» γράφει στο βιβλίο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου