«...Δύο 14χρονα αγόρια, ο ένας ήταν ο Πάνος Γεραμάνης, παρακολουθούσαν από τη μάντρα τον σολίστα Γιώργο Ζαμπέτα να ρίχνει τις πενιές του στο πανηγύρι του χωριού τους…»
Λίγο αργότερα ο μετρ μύησε τον Πάνο στην τέχνη του μπουζουκιού:
«…Το μπουζούκι, φιλαράκο, στην αρχή θέλει χάδια. Σαν τη γυναίκα. Το μπουζούκι είναι άνθρωπος, θέλει να το κουβεντιάζεις. Το έχω μαζί μου και του λέω όσα μου συμβαίνουν. Κι εκείνο πάλι μου λέει τα δικά του. Ετσι είναι. Με σακουλεύτηκες;»
«Σ’ αρέσει, ρε μαγκάκι, η φωνή μου;» τον ρώτησε ο Ζαμπέτας.
«…Του αποκρίθηκα ένα ξερό “ναι”, που μάλλον δεν τον ικανοποίησε και έτσι με ξαναρώτησε: “Το λες αλήθεια, το πιστεύεις;”. Μου αρέσει πάρα πολύ η φωνή σας, απάντησα. Το λέω ειλικρινά. Τραγουδάτε θαυμάσια και μπορείτε να τα πείτε και σε δίσκο όπως τα λέτε εδώ τώρα. Γιατί μόνο ο Μητσάκης, ο Τσιτσάνης και ο Τατασόπουλος να τραγουδούν δικά τους τραγούδια;»
Τα χνάρια της ζωής του Πάνου Γεραμάνη «Σε δρόμους λαϊκούς» ακολούθησε ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Βασίλης Καρδάσης. Μια ονειρική διαδρομή ενός δημοσιογράφου που «σήκωσε πάνω του όλο το βάρος της διάσωσης αυτού του θησαυρού, του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, με το πάθος ιεροφάντη», όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Πάνος Γεραμάνης - Σε δρόμους λαϊκούς», που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Αγκυρα.
Σήμερα η «Espresso» προδημοσιεύει αποσπάσματα αυτού του έργου, που είναι μια προσφορά στον πολιτισμό από έναν συντάκτη ο οποίος «…στις απογοητεύσεις αντιπαρέθετε τη μεγάλη πνοή που αντλούσε από την τέχνη» σημειώνει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στον πρόλογο του βιβλίου.
«…Το άγγιγμα του κουμπιού, ο ήχος μέσα από τα παράσιτα και παραμορφώσεις, όλα έμοιαζαν μαγικά για τον πιτσιρίκο».
Ετσι αρχίζει να ξετυλίγεται ο μίτος της ιστορίας του Πάνου Γεραμάνη με μια γραφή σαν αυτή του καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης Βασίλη Καρδάση, που μας παρασέρνει μαζί με τα γεγονότα και ταξιδεύουμε. Κι όλα αυτά ρέουν σαν την ονειρική μουσική που φτερουγίζει μέσα από τις χορδές του μπουζουκιού που συνόδευε τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον αξέχαστο λαϊκό ερμηνευτή με τον οποίο συνδέθηκε τόσο στενά ο Γεραμάνης.
ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟΑρωμα από λαϊκό τραγούδι…
«Η σιγουριά της μόνιμης συνεργασίας με το “Φως” απελευθερώνει το ταλέντο του. Ο Πάνος Γεραμάνης αποφασίζει να πρωτοτυπήσει συνδυάζοντας τις δύο μεγάλες αγάπες του, το λαϊκό τραγούδι και το ποδόσφαιρο. Γεμάτος εμπνεύσεις, έμμονος στις ιδέες, θα βάλει μπρος ένα τολμηρό εγχείρημα: μια συνέντευξη από τον Στέλιο Καζαντζίδη για τους αναγνώστες του “Φωτός”.
Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας προσπάθησε να τον προσγειώσει:
“Μην επιχειρείς πράγματα που κάνουν τους άλλους να γελάνε μαζί σου. Ο Καζαντζίδης δεν δίνει συνεντεύξεις σε κανέναν. Είναι δύσκολος”.
…Ο Στέλιος, ω του θαύματος, ανταποκρίνεται. Τον κερδίζει ο συνεσταλμένος νεαρός Ευβοιώτης με τις γνώσεις του για τα τραγούδια του. Ο νεαρός, καθώς γνωρίζει τις δυσκολίες μιας αληθινής συζήτησης, έχει γραμμένη ήδη μια αληθινή συζήτηση από το σπίτι. Του τη δείχνει. Εκείνος χαμογελάει, τη διαβάζει στα γρήγορα, την προτείνει και στη Μαρινέλλα:
- Κίτσα, για δες κι εσύ.
Η Κυριακή Παπαδοπούλου, η Κίτσα του Καζαντζίδη, η Μαρινέλλα του τραγουδιού, συγκατανεύει. Ετσι αρχίζει μια δυνατή φιλία που θα κρατήσει μέχρι το τέλος».
Αυτό ήταν και το πρώτο πρωτοσέλιδο του Γεραμάνη στην αθλητική εφημερίδα: «Ο Καζαντζίδης ετοιμάζει τον ύμνον του Ολυμπιακού». Και στον υπότιτλο αναφέρεται η δήλωση του βάρδου: «Με λύπησε αφάνταστα η απώλεια του Πρωταθλήματος, τον πόνο μου απάλυνε η κατάκτησις του Κυπέλλου Ελλάδος»!
«Γιατί φύγατε από την Columbia;
- Να σου το πω καθαρά και ξάστερα. Η Columbia μου έκανε κόλπα, ενώ στην Odeon βρήκα επιχειρηματίες-ανθρώπους με κατανόηση.
Η δήλωση ήταν σημαδιακή. Ο Πάνος είχε συλλάβει, παρά τη νεαρή του ηλικία, τις διαστάσεις του προβλήματος της συνεργασίας του Καζαντζίδη με τις δισκογραφικές εταιρείες.
Η φιλία του με τον Καζαντζίδη σφράγισε ασφαλώς τη σχέση του Πάνου με τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού.
Λόγια και νότες με τον θρύλο του ελληνικού τραγουδιού Στέλιου Καζαντζίδη.
- Δούλεψες και ως οικοδόμος;
- Βεβαίως, βεβαίως, και τότε δεν υπήρχαν τα μέσα που υπάρχουν σήμερα. Ολα τα έκανες με τα χέρια και την πλάτη, με τον ώμο. Εκεί έμπαινε ο τενεκές με τη λάσπη και το μπετόν πίσω από την πλάτη με σταυρωμένα τα χέρια, φορτώναμε τα τούβλα και τα αγκωνάρια. Υπήρχε ένα μπαξεδάκι, ένα οικόπεδο μικρό, το φύτευα με διάφορα ζαρζαβατικά, μαϊντανό, σέλινο, κρομμυδάκια, φρέσκα μαρουλάκια και είχα ένα καλαθάκι που τα έβαζα και τα πουλούσα. Και κάστανα πούλαγα. Θυμάμαι τη μητέρα μου που σηκωνόταν απ’ τη μαύρη νύχτα και τα έβραζε. Το μόνο που μου έλειπε τότε ήταν το φαΐ και ο ύπνος. Τα βράδια κατάκοπος ξάπλωνα και κοιμόμουν στις σκάρες και στα παγκάκια του Υπογείου της Ομόνοιας. Και τότε είχα πρόσθετη ταλαιπωρία. Κάθε λίγο και λιγάκι, οι πολιτσμάνοι μ’ έπιαναν από το αφτί και με πήγαιναν στο τμήμα. Μ΄ έκλειναν στο κρατητήριο. Ετρωγα το ξύλο της χρονιάς μου. Ετσι περάσανε τα παιδικά μου χρόνια κι έχω μέσα μου βιώματα τέτοια, γι’ αυτό και τα τραγούδια μου είναι γεμάτα πόνο…»
Για τη Μαρινέλλα, που μοιράστηκαν προσωπικές και επαγγελματικές στιγμές, ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν δίστασε να πει τη γνώμη του, παρ’ ότι το κεφάλαιο αυτό είχε κλείσει οριστικά.
«Π.Γ.: Πες μας για τα περίφημα ντουέτα σου με τη Μαρινέλλα και γενικά για τη σημασία της δεύτερης φωνής (σεγόντου).
Σ.Κ.: Ο,τι δεύτερο είναι πιο κοπιαστικό. Και στη φωνή και στα όργανα. Η φωνή η πρίμα είναι το κορμί και το σεγόντο είναι το κουστούμι ή αν θέλεις το πουκάμισο, η γραβάτα, το πουλόβερ, το παπούτσι. Είναι πολύ σπουδαίο πράμα να ξέρεις να κάνεις σεγόντο. Η Μαρινέλλα ήταν η μοναδική, ας πούμε, όχι όμως ότι δεν υπήρχαν κι άλλες, προς Θεού.
Π.Γ.: Και η Βούλα Γκίκα κι η Μοσχολιού σου ‘χε κάνει και αργότερα η Διαμάντη.
Σ.Κ.: Ναι, αλλά η Μαρινέλλα ήταν το φαινόμενο. Η Μαρινέλλα τότε ήταν γεννημένη για σεγόντο. Στη συνέχεια, όταν χωρίσαμε και πήρε τον δρόμο της στη δουλειά, τραγούδησε και πρίμα, αλλά οι εταιρείες και οι συνθέται δεν της εμπιστευόντουσαν σόλο τραγούδια για να τα πει μόνη της. Δεν ποντάριζαν. Δεν ποντάριζαν πολύ στη φωνή της τότε γιατί ήτανε ολίγον τι ευρωπαΐζουσα.
Π.Γ.: Η Μαρινέλλα;
Σ.Κ.: Βέβαια.
Π.Γ.: Ηρθε όμως η εποχή της και καταξιώθηκε.
Σ.Κ.: Ναι, ναι, άλλαξαν και οι καιροί, έφυγε εκείνο το βαρύ το λαϊκό και κάπου καταξιώθηκε. Εντάξει, η Μαρινέλλα αγαπήθηκε από τον κόσμο και σαν σεγόντο, προς Θεού, δεν πρέπει να ΄χει παράπονο, όπως δεν έχω κι εγώ. Και σαν σεγόντο και σαν ντουέτο και σαν μονάδα τώρα που διαπρέπει».
ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΟΝ ΞΑΡΧΑΚΟ
Τον Γεραμάνη, τον πιστό φίλο του λαϊκού τραγουδιού, θα επιλέξει ο Σταύρος Ξαρχάκος για να δώσει μια συνέντευξη μετά από επτά χρόνια σιωπής...
«Από τα παιδικά μου χρόνια στο σπίτι μας στα Εξάρχεια, στη Θεμιστοκλέους 43, είχα μια ποικιλία από μουσικά ακούσματα. Απέναντί μας υπήρχε μια ταβέρνα, “Το Μαρκόπουλο”, όπου τα Σαββατοκύριακα έπαιζε ένα τρίο από πλανόδιους μουσικούς. Τραγουδούσαν υπέροχα τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά. Με άγγιζε πολύ αυτή η μουσική. Ημουν τότε 8 χρονών. Με τους ήχους των ρεμπέτικων πήγαινα στο σπίτι μου, όπου η γιαγιά μου τραγουδούσε υπέροχα καντάδες και επτανησιακά τραγούδια. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο πιο σημαντικό για μένα. Το βυζαντινό στοιχείο που κυριάρχησε μέσα μου από μικρό παιδί. Οταν πήγαινα στην εκκλησία, στη Ζωοδόχο Πηγή της οδού Ακαδημίας. Εκεί ντυνόμουν παπαδάκι και ήμουν ψάλτης».
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ
Με υποδειγματική ειλικρίνεια η Βίκυ Μοσχολιού εξομολογήθηκε στον Γεραμάνη: «Δούλεψα κορδελιάστρα. Ωρες ολόκληρες, από το πρωί έως τη νύχτα. Εφτιαχνα φόντια για παπούτσια. Ενιωθα άσχημα μόνο για ένα πράγμα: όταν σχολούσα από τη δουλειά και περπατούσα στο δρόμο, έβλεπα τις κοπέλες που ήταν περιποιημένες, ενώ εγώ ήμουν πάντα κουρασμένη, λερωμένη από τις βενζινόκολλες και με έπαιρναν τα δάκρυα».
Ο Παντελής Θαλασσινός εξέφρασε στον Πάνο Γεραμάνη την αντίθεσή του για την εισβολή του star system της TV στα ζητήματα πολιτισμού.
«Η μουσική δεν έχει ανάγκη από τα ψώνια της τιβί. Ψώνια που χωρίς ίχνος συστολής προσπαθούν να γίνουν είδωλα τηλεοπτικά, προσπαθεί να επιβάλει για καλλιτέχνες του τραγουδιού η τηλεόραση, που ανάμεσα στα άλλα έχει αναλάβει και το ρόλο του μουσικού παραγωγού».
Και ποιον δεν συνάντησε σε αυτό το ταξίδι ο Πάνος Γεραμάνης... Και όλοι τον εμπιστεύθηκαν. Δεν πρόδωσε κανέναν, «γιατί μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά, όπως λέει ο Νίκος Καββαδίας, σαν να το είχε γράψει για τον Πάνο» σημειώνει αντί επιλόγου ο Βασίλης Καρδάσης.
Το Δεύτερο Πρόγραμμα και η ΕΡΑ Σπορ, για να τιμήσουν τη μνήμη του Γεραμάνη που είχε τη μακροβιότερη εκπομπή στην κρατική ραδιοφωνία, στηρίζουν αυτή την τόσο φροντισμένη έκδοση (Αγκυρα) που συνοδεύεται από έναν ψηφιακό δίσκο-ηχητικό ντοκουμέντο της αυτοβιογραφικής συνέντευξης που παραχώρησε ο αξέχαστος Πάνος στην Εφη Μεταλλινού.
ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ
Στην μεγάλη φωτό ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ, ΑΛΑΤΑΣ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου